Ως ερευνητικά δεδομένα χαρακτηρίζονται τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται ως βασικές πηγές στην ερευνητική διαδικασία, όπως πχ. αριθμητικά δεδομένα, αρχεία κειμένων, εικόνων και ήχων,κτλ. Η Ανοικτή Πρόσβαση στα ερευνητικά δεδομένα συμβάλει στη μακροχρόνια διατήρησή τους, στον έλεγχο της ακρίβειάς τους, στη διαθεσιμότητά τους για επανάχρηση από διαφορετικές ερευνητικές ομάδες, ακόμα και από επιχειρήσεις ή το ευρύ κοινό, στην εντατικοποίηση της έρευνας, αλλά και στον περιορισμό της αντιγραφής εργασιών χωρίς αναφορά στις πηγές. Σε διεθνές επίπεδο η εργασία για τη δημιουργία βάσεων επιστημονικών δεδομένων εξοικονομεί οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους και επιφέρει αποτελέσματα υψηλών προδιαγραφών και προστιθέμενης αξίας.
Η συζήτηση για την Ανοικτή Πρόσβαση στα ερευνητικά δεδομένα δεν είναι νέα, καθώς ήδη από το 2004 η Διακήρυξη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ανακοίνωνε τη στήριξή της στην Ανοικτή Πρόσβαση στα ερευνητικά δεδομένα, ενώ το 2007 ο ΟΟΣΑ δημοσίευσε τις “Αρχές και Οδηγίες για την πρόσβαση σε ερευνητικά δεδομένα με δημόσια χρηματοδότηση”. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) σημαντικό βήμα συνιστά η Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2012) για την “Πρόσβαση στην επιστημονική πληροφορία και τη διαφύλαξή της”. Στο πλαίσιο ειδικότερα του Ορίζοντα 2020 υιοθετήθηκε πιλοτική δράση για Ανοικτή Πρόσβαση στα επιστημονικά δεδομένα στα οποία βασίζονται δημοσιεύσεις σε συγκεκριμένες θεματικές περιοχές.
Από το 2017, η Ανοικτή Πρόσβαση στα ερευνητικά δεδομένα αποτελεί υποχρέωση (άρθρο 29.3 της Συμφωνίας Επιχορήγησης) και αφορά δύο τύπους δεδομένων:
- Τα δεδομένα, και τα μεταδεδομένα αυτών, που χρησιμοποιούνται για την επαλήθευση των αποτελεσμάτωνπου παρουσιάζονται στη δημοσίευση
- Μη επεξεργασμένα δεδομένα που περιγράφονται στο σχέδιο διαχείρισης των δεδομένων
Οι ερευνητές καλούνται να συμμορφωθούν με τα ακόλουθα:
- Κατάθεσητων δεδομένων κατά προτίμηση σε αποθετήριο δεδομένων (θεματικά, ιδρυματικά ή γενικά) Λίστα αποθετηρίων μπορεί να εντοπιστεί στο https://www.re3data.org/
- Λήψη μέτρων προκειμένου να είναι δυνατή η πρόσβαση, εξόρυξη, αναπαραγωγή και διάχυση (χωρίς κόστος για τον χρήστη) των δεδομένων.
Οι ερευνητές καλούνται παράλληλα να παρέχουν πληροφορίες, μέσω του αποθετηρίου, για τα εργαλεία που απαιτούνται για την επαλήθευση των αποτελεσμάτων (πχ. ειδικό λογισμικό, πρωτόκολλα κτλ.).
Συγκεκριμένες κατηγορίες δεδομένων δύναται να εξαιρεθούν, από την υποχρέωση.
Σχέδιο Διαχείρισης Δεδομένων (Data Management Plan/DMP)
Εργαλείο-κλειδί στη σωστή διαχείριση των δεδομένων είναι το Σχέδιο Διαχείρισης Δεδομένων (Data Management Plan/DMP). Το Σχέδιο Διαχείρισης Δεδομένων περιγράφει τον κύκλο ζωής της διαχείρισης των δεδομένων: τον τρόπο συλλογής, διαχείρισης (τόσο κατά τη διάρκεια υλοποίησης της έρευνας όσο και μετά), την ακολουθούμενη μεθοδολογία, τον τρόπο παροχής ανοικτής πρόσβασης και μακροχρόνιας διαφύλαξης
Δημιουργία Σχεδίου Διαχείρισης Δεδομένων
Για τη δημιουργία ενός Σχεδίου Διαχείρισης Δεδομένων (ΣΔΔ), μπορεί να χρησιμοποιηθεί το εργαλείο DMPonline tool που παρέχεται από το Digital Curation Centre. Σε αυτό παρέχονται πρότυπα ΣΔΔ, που ικανοποιούν τις υποχρεώσεις του προγράμματος Ορίζοντας 2020. Η διαδικασία είναι απλή και συνοψίζεται σε σημεία ως εξής:
- Εγγραφή στο DMPonline
- Επιλογή Create plan
- Επιλογή European Commission (Horizon 2020) από τη λίστα των χρηματοδοτών έρευνας
- Προεραιτικά επιλέξτε σχετικό οργανισμό από τη λίστα για να δείτε ιδρυματικές οδηγίες. Εάν το ίδρυμα σας δεν είναι καταχωρημένο επιλέξτε other organisation.
- Επιλέξτε το σημείο additional DCC guidance.
- Επιλογή Create plan.
Το παραγόμενο ΣΔΔ μπορεί να αποθηκευτεί και να διατεθεί σε διάφορες μορφές.
Χρόνος παράδοσης του Σχεδίου Διαχείρισης Δεδομένων
Η πρώτη έκδοση του ΣΔΔ αναμένεται να παραδοθεί μέσα στους πρώτους 6 μήνες του έργου. Ανανεωμένες εκδόσεις του, μπορούν να παραδοθούν σε μεταγενέστερα στάδια του έργου.